δῶσ'

δῶσ'
δῶσι , δίδωμι
Aër.
aor subj act 3rd pl (epic)
δῶσι , δίδωμι
Aër.
aor subj act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Trypes ston paradeiso — Infobox Album Name = Trypes ston paradeiso Artist = Trypes Longtype = LP, MC Type = studio Released = 1990 Recorded = Genre = Rock Duration = 36:24 Label = Virgin Records Chronology = Trypes GR Last album = Party sto 13o orofo (1987) This album …   Wikipedia

  • Sprachvergleich anhand des Vaterunsers — Vergleich der Vaterunser Texte in Sanskrit und Kaschmirisch, um 1850 Das „Vaterunser“ wird in der vergleichenden Sprachwissenschaft gelegentlich zu Hilfe gezogen, um verwandte Idiome miteinander zu vergleichen. Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • дати — ДА|ТИ (>3000), МЬ, СТЬ гл. 1. Дать (давать) в руки, вручить: <ѹзьр>ѣ нища нага и печѩльна. и съвлъкъ сѩ дасть <ѥмѹ> одеждю свою. Изб 1076, 269; повелѣ нали˫ати вина юже ношаше викию и дати ѥмѹ. ЖФП XII, 51б; съньмъ прьстень съ рѹкы …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ησυχαστικός — ή, ό (Μ ἡσυχαστικός, ή, όν) [ησυχαστής] νεοελλ. 1. αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί στην καθησύχαση, καταπραϋντικός, καθησυχαστικός, ανακουφιστικός («ησυχαστικές ειδήσεις») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μοναχούς ή στους ησυχαστές και στα… …   Dictionary of Greek

  • καλοτυχίζω — (Μ καλοτυχίζω) [καλότυχος] 1. θεωρώ ή αποκαλώ κάποιον καλότυχο, ευτυχισμένο, μακαρίζω κάποιον 2. (για θεό) χαρίζω σε θνητό καλοτυχία, εφοδιάζω κάποιον με καλό ριζικό («δώσ μου δύναμη, θεά, και καλοτύχισέ με», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek

  • κούνια — Βλ. λ. αιώρα. * * * η (Μ κούνια και κούνα) 1. το κρεβάτι τού μωρού («κούνια μου κούνα το παιδί κι αν κλάψει δώσ του γάλα», δημ. δίστιχο) 2. κάθισμα κρεμασμένο από κάπου με δύο αλυσίδες ή σχοινιά στο οποίο κάθεται και αιωρείται κάποιος, αιώρα… …   Dictionary of Greek

  • κριτήριο — το (AM κριτήριον) [κριτήρ] 1. μέτρο ή γνώμονας κρίσης (α. «επιλογή με κομματικά κριτήρια» β. «αξιολόγησε το έργο της με υποκειμενικά και αντιεπιστημονικά κριτήρια» γ. «χρόνου είναι μέτρον και κριτήριον τάχους», Ζήν.) 2. τόπος όπου εδρεύει ο… …   Dictionary of Greek

  • παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… …   Dictionary of Greek

  • συχαρίκια — τα / συγχαρίκια, ΝΜ, και συγχαρίκεια Μ 1. δώρο σε αυτόν που φέρνει ευχάριστα νέα νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) ευχάριστα νέα, ευχάριστες ειδήσεις 2. συγχαρητήρια 3. φρ. «πάρ τη σκούφια μου συχαρίκια» ή «βγάλε το σκουλαρίκι σου και δώσ το για τα… …   Dictionary of Greek

  • ταχιά — Ν επίρρ. 1. αύριο πρωί πρωί 2. όπου νά ναι, σύντομα, σε λίγο («ταχιά θα λογαριαστούμε») 3. (στον Ερωτόκρ.) γρήγορα («και δώσ του το ταχιά στο παραθύρι») 4. φρ. α) «ταχιά ταχιά» νωρίς αύριο το πρωί β) «ώς ταχιά» μέχρι το πρωί γ) «ταχιά κι αργά»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”